τεκμηρίου

τεκμηρίου
τεκμήριον
sure sign
neut gen sg
τεκμηριόω
prove positively
pres imperat act 2nd sg
τεκμηριόω
prove positively
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • Μπαλής, Γεώργιος — (Δερβένι, Κορινθία 1889 – Αθήνα 1957). Νομικός. Τακτικός καθηγητής του Αστικού Δικαίου της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1925 έως το 1950, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1930, συνέγραψε πολυάριθμες νομικές μελέτες, τις οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”